Sunday, September 8, 2013

Αυτό το κατιτίς

Κυριακή μεσημέρι, αρχή σχολικής χρονιάς. Στόχοι, προσδοκίες, ένα τσικ άγχος για τη χρονιά που έρχεται.
Συναισθήματα φούντωσαν τις μέρες της γαλήνης, σαν να κοιμούνται τον υπόλοιπο καιρό κάτω από τη γλυκιά σκέπη της ρουτίνας.
Σκέφτομαι τα έντονα πάθη κάποιων ανθρώπων, και μετά πόσο υποφέρουν, και μετά δεν ξέρω αν τους ζηλεύω ή αν τούς λυπάμαι.
Κοιτάζω τα ράφια και θέλω να αδειάσω ένα, σαν να κάνω χώρο για κάτι καινούριο. Μα χώρο δεν έχω. Θα βρω, υπόσχομαι και πίνω λίγο ακόμη καφέ.
Ελληνικούρα, γιατί έχω το χρόνο και την πολυτέλεια. Μου χρειάζεται πάντα η αποχή από την καθημερινότητα, και πρώτη φορά που νιώθω ότι την αξίζω και με το παραπάνω.
 Συγκρίνω καταστάσεις και ζυγίζω τους ανθρώπους με τις πράξεις τους, και κάποιοι μου φαίνονται τόσο φελλοί που δεν θέλω ούτε να τους φυσήξω να φύγουν μακριά. Κάνω το κουμάντο μου και περιμένω κάποιον άλλο να δώσει βάρος στις καταστάσεις. Ας είναι.
Πάντα λέω πως θα γίνω καλύτερος άνθρωπος. Πως δε θα σχολιάζω, θα κρατώ το στόμα μου κλειστό, όχι γιατί αν τα σκέφτεσαι και δεν τα λες είσαι καλός, αλλά να, ξεμυαλίζεις και άλλους στο πέρασμά σου και η ισχύς των σχολίων, όπως και όλων, εν τη ενώσει.
Λέω λοιπόν πως θα είμαι καλύτερος άνθρωπος και θα κοιτάζω την προσωπική μου ευτυχία. Δε θέλω να δίνω λογαριασμό και σε κανέναν. Σαν να πορεύομαι με όσους θέλω όπως θέλω, αρκει να μην ενοχλώ και να μην με ενοχλούν.
Έχει έναν καιρό οριακά φθινοπωρινό με ψήγματα καλοκαιριού τα μεσημέρια, δε σ αφήνει ούτε να σκάσεις ούτε να χουχουλιάσεις. Μόνο να βγεις να χαρείς τη φύση και να δεις τον κόσμο που ξεμυτίζει ακόμα σαν να συνεχίζει τις καλοκαιρινές του  διακοπές.
Καθείς και ο κόσμος του, λέω, και σκέφτομαι όσους δεν έφυγαν ακόμη ή δεν έφυγαν γενικώς, και εκείνους που η έλλειψη διακοπων είναι το έλασσον πρόβλημά τους, ας πούμε. Και αναρωτιέμαι πού βρίσκεις τη ρημάδα την ισορροπία. Να κοιτάζεις τους ταλαίπωρους για να μην γκρινιάζεις, αλλά να κοιτάζεις και τους ευτυχείς για να παίρνεις και φόρα στη ζωή σου.

Εντάξει. Αν ήταν στο χέρι μου δε θα κοίταζα ποτέ τη δυστυχία του άλλου.
Πίστευα πάντα τόσο αθώα πως ό,τι δεν βλέπεις, μπορεί και να μη συνεχίσει να υπάρχει.  Σαν το βλέμμα μας να είναι η τροφή των κακών του κόσμου.
Δε θέλω να κοιτάζω τον πόλεμο, την φτώχεια, τις αρρώστειες. Θέλω να βλέπω παιδιά, που είναι η υπόσχεση της ζωής και ο αντιορισμός της ανίας.

Σκέφτομαι πως ο ερχομός ενός παιδιού σε κάνει να ισορροπήσεις την βαρύτητα της ωρίμανσης με αυτό το κατιτίς που σου προσφέρει το παιδικό χαμόγελο. Και ακόμη πως οι περισσότεροι πνίγονται μέσα στον κοινωνικό ευπρεπισμό που σε καθιστά σε ηλικία "δουλειάς", "γάμου", "οικογένειας" και "σύνταξης". Σαν μια προκαθορισμένη περίοδο επαναπροσδιορισμού του εαυτού σου στην κλασική ερώτηση των τυφλών: τι κάνεις στη ζωή σου; Και στην τελική δεν κάνεις τίποτα διαφορετικό από εκείνους, μαγειρεύεις, καθαρίζεις, βγαίνεις, διαβάζεις, κοιμάσαι, και ψάχνεις. Απλά το να ψάχνεις το κατιτίς παραπέρα για πολλούς είναι δυσνόητο. Όπως και το να μην ψάχνεις. Ας είναι.

Αυτή τη χρονιά λέω να μάθω να ψάχνω καλύτερα και να γίνω ένα τσικ καλύτερος άνθρωπος.
Και του χρόνου βλέπουμε.

No comments: