Sunday, August 18, 2013

Τι κρίμα

Λένε πως δεν καταλαβαίνεις. Κι εσύ καταλαβαίνεις, αλλά όταν σκέφτεσαι και συγκρίνεις και ψάχνεις τον εαυτό σου, όχι, τότε σε πιάνουν οι ερινύες. Γιατί κάπου χάνεις το νόημα, κάπου έχασες το κίνητρο και συνεχίζεις με άλλα μικρότερα κίνητρα που δε σου φτάνουν όμως. Και η ώρα περνάει και μετά νυχτώνει και φοβάσαι. Σα μικρό σκυλί που δεν έχει φύγει ακόμα απ' τη μάνα του. Αλλά έχεις ήδη φύγει και δεν κάνει να φοβάσαι. Το ξέρεις.

Και τώρα ξαφνικά όλοι μιλούν για το τέλος του καλοκαιριού. Δεν έχει τέλος αν εσύ δεν κάνεις καλοκαίρι. Θες να το φωνάξεις, αλλά ποιος νοιάζεται... Ούτε κι εσύ. Ζεις δίπλα σε άλλους σε παράλληλους χρόνους. Σαν σε ταινία flashback.

Τα προγράμματα είναι για όσους βιάζονται να ζήσουν πολλά; Και ποιος δε βιάζεται να ζήσει πολλά... Καπως νιώθω ότι ξεχρεώνω για την πληθώρα καταστάσεων που έζησα παλιά. Σαν αποσυμφόρηση αρχικά, που μετά έγινε ένας περίεργος φόβος. Μακάρι να ήμουν πιο εγκρατής, πού και πού. Μα θες κάπου να πιαστείς για να ξαναμπείς σε τροχιά. Ακόμα κι αν πιαστείς από μια έκρηξη. Τόσο ανυπόστατη όσο και η αγωνία σου. Πρέπει και να μπαζώσεις κάποτε για να χτίσεις, λέγαμε.

Τι κρίμα να μην καταλαβαίνεις πόσο πολύ σε καταλαβαίνω.
Και τι κρίμα να μην μπορείς να πεις "αρκετά" όταν ήδη έχεις μπουχτήσει.

Saturday, August 3, 2013

Καλοκαίρι θα πει καινούριος εαυτός.

Γιατί άλλοι μαυρίζουν για να λαμπυρίζουν πιο πολύ τα στρας που ψώνισαν, άλλοι μαυρίζουν για να κρύψουν τις ατέλειες, άλλοι μαυρίζουν για να θυμούνται πως πέρασαν κι αυτοί λίγες ώρες κάτω από έναν ήλιο, κάποιοι μαυρίζουν για να θυμούνται πως μπορείς, έστω και χρωματικά,  να αλλάζεις.
Ελληνικός καφές και ο Ξυλούρης να αναρωτιέται πώς να σωπάσει μέσα του την ομορφιά του κόσμου. Σαν ο τοίχος πίσω μου να είναι ξαπρισμένος κυκλαδίτικα, και ο τοίχος μπροστά μου να είναι βουκαμβίλια, και το τραπέζι μου να είναι μπλε στρογγυλό καφενείου και ο καφές να είναι φτιαγμένος από τη γιαγιά μου και όχι από μένα.
Δεν ξέρω τι νόημα έχουν οι διακοπές στην τελική αν όταν επιστρέφεις παραμένεις ο ίδιος μίζερος ανθρωπάκος... Εγώ τυπώνω μέσα μου τα χρώματα από τις γλάστρες και τη θάλασσα, τις πέτρες, τα μεγεθύνω, τα φωτοτυπώ για να φοντάρουν κάθε μου σκέψη. Σαν να ζω εκεί και εδώ να εμφανίζομαι μόνο σαν επισκέπτης. Δεν ονειρεύομαι καμία άλλη ζωή πέρα από τούτη. Δεν ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ που πλέον δεν ανήκω. Σαν να προτιμώ να μονάσω σε μια στέγη απόμακρη κάτω από τον ουρανό. Να καθαρίζω και να υποδέχομαι κόσμο, με συναυλίες από κουβέντες φίλων, με κοκτέηλ από φρούτα μονάχα, με ένα μαγιό και μια πετσέτα, και μια σκιά κι ένα βιβλίο κι ένα εισιτήριο χωρίς ημερομηνία επιστροφής.
Μετά μέσα στην πολλή βαβούρα γυρίζεις και βλέπεις έναν κωφάλαλο άνθρωπο. Να χαμογελά ολημερίς. Και αναρωτιέσαι ίσως τι να καταλαβαίνει από όλα αυτός ο άνθρωπος, και πόσο πιο ευτυχισμένος θα ήσουν αν δεν χρειαζόταν να μιλήσεις και να πεις, και αν δεν άκουγες τους ανθρώπους να μιλάνε για πράματα των καιρών ή για μπαγιάτικα θέλω τους που ξαφνικά τους ξίνισαν τη σκέψη.
Έλεγε το ραδιόφωνο τις προάλλες να μην είσαι ράθυμος, ούτε χλιαρός, να μην έχεις οκνηρία πνευματική. Μα είναι καλοκαίρι, φίλε. Η ζωή εκτός από σχέδια και πλάνα θέλει και λίγη οκνηρία για να απολαύσεις. Σαν να σου λέει κάθε μέρα να κυνηγάς κι από λίγο την ουρά σου να βγάζεις συμπεράσματα. Πόσα συμπεράσματα άραγε ακόμα θα βγάλω;  Ίσως, λέω, η πιο χρήσιμη πνευματική εργασία να είναι η προσευχή. Σαν ένας κατάλογος όσως επιθυμείς, με ένα περιτύλιγμα αγάπης. Κι έτσι πού και πού προσεύχομαι.
Και μετά σκέφτομαι την ταπεινότητα. Το low profile, το αυθόρμητο.
Και μετά σκέφτομαι τα σταυρόλεξα, τα χαμένα χρόνια, τα σκεπασμένα θέλω και τη δύναμη της αγάπης. Και την υπομονή που μπορείς να κάνεις χωρίς να το φαντάζεσαι. Σαν ο έρωτας να γίνεται κάθε μέρα και πιο πυρώδης, καίει κάθε εγωισμό και κόμπλεξ, και γίνεσαι ένα ανθρωπάκι που απλά γουστάρει και προχωράει. Κι είναι Αυγουστος, που παλιά σήμαινε φιλί με γεύση καρπούζι και αλάτι. Ή κάθαρση, για όσους μπλέχτηκαν σε μέρη που δε διάλεξαν σωστά - πάντα θα υπάρχει μια δεύτερη ευκαιρία, αρκεί να τη δημιουργήσεις..