Monday, July 18, 2016

Μεταλλάσσομαι

Το προηγούμενο ποστ με βρίσκει ακριβώς στο ίδιο mood. Οι άλλοι όπως βαδίζουν, κι εμείς ανάποδα, ρε παιδί μου.

Εκ φύσεως δε μπορώ να αγνοώ τους γύρω μου και να τους γράφω σταρχιδιστικά, ωστόσο εκ της ίδιας φύσεως, δε μπόρεσα ποτέ να κοιμηθώ ήσυχα αν είχα κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που όριζε η καρδιά μου. Και εξηγώ. Κρατιέμαι αφάνταστα για να μην πω ενα δυνατό "σκάστε". Σε ανθρώπους που ναι μεν εκτιμώ απεριόριστα και ναι, με έχουν βοηθήσει, αλλά από την άλλη δεν είναι αλάνθαστοι, δεν είναι εγώ και δεν θέλω να με αγχώνουν. Βιώνω εξάλλου μια εξαιρετική επανάσταση: δε με ενδιαφέρει τίποτα! Συμβουλές εκ του μακρόθεν και ιστορίες για αγρίους που δε θα εξημερωθούν ποτέ, μού ανάβουν τα λαμπάκια! Ω, ναι! Δεν έχω χρόνο, προς ώρας, για αυτά. Ξυπνάνε άγρια ένστικτα μέσα μου, οι προτεραιότητες αλλάζουν και για τους άλλους αυτό μπορεί να φαίνεται άγαρμπο. Προσπαθώ να με κατευνάσω, στην προσπάθειά μου κλαίω, αν με δουν να κλαίω, ώπα, τι έχεις, τι έπαθες, μα γιατί? Jesus.... Αφήστε με, ή μάλλον, βοηθήστε με να εκραγώ...

Έρχεται και η φωνή της λογικής, ή του παλιού ψύχραιμού μου εαυτού, και λέει πως εκεί που σε βοηθούν δε μπορείς να φτύνεις, κι όμως, αν πρόκειται να υποκρίνομαι, ας μη λαμβάνω βοήθεια. Η ας μείνω μακριά για λίγο.
Τι κάνεις λοιπόν όταν δε μπορείς να διασφαλίσεις την απόσταση που μέχρι τώρα σε βοηθούσε να παραμείνεις ψύχραιμη? Μυστήριο άλυτον.

Κι είναι από την άλλη αυτή η unconditional love. Που μέρα με τη μέρα γίνεται πιο δυνατή, σαν να τη τροφοδοτεί κάτι πύρινο. Ό,τι ένιωσα την πρώτη μέρα δεν ήταν τίποτα, αλήθεια. Όσο περνάνε οι μέρες, αυτό μέσα μου θεριεύει. Τόσο, που δε μπορώ να φανταστώ πού θα φτάσει.

Κι είναι και η απίστευτη υπομονή που πρέπει να κάνω για άλλη μια φορά. Η ματαίωση, το άγχος, η ερώτηση "γιατί πάλι σ' εμένα"". Το πήρα το μάθημά μου, Κύριε, γιατί ξανά? Μήπως κάτι δεν έμαθα σωστά, σκέφτομαι. Ας είναι. Η υπομονή δεν ήταν το φόρτε μου και τώρα, αφού προσευχήθηκα στην Αγία Υπομονή, ας περιμένω λίγο ακόμη. Είδα πως με το χρόνο πολλά φτιάχνουν, αλλά δε θέλω να γίνω και έντομο. (αναφορά στον Ελύτη, "Ακόμα και όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν από την κακοτυχία, δε χαμογέλασαν ποτέ. Όπως δε χαμογελούν ποτέ τα έντομα")

Ώρες ώρες νιώθω τέρας ψυχραιμίας, σκυλί του πολέμου. Και την αμέσως επόμενη, κλαίω κρυφά, όχι από αδυναμία, αλλά από ανάγκη να εξισορροπήσω τους νέους ρόλους μέσα μου. Και όσο κι αν τρομάζει κανείς με αυτό, νιώθω πολύ υγιής με όλο αυτό. Αν δεν το βίωνα έτσι, μπορεί να μην ήταν φυσιολογικό.

Το βασικό μου όμως πρόβλημα (ένα από όλα δηλαδή) παραμένει αυτό. Ο ορισμός του φυσιολογικού. Η προσπάθειά μου να το διαχωρίσω από το συνηθισμένο, που δεν είναι κατ' ανάγκην φυσιολογικό, και να πάψω να επηρεάζομαι από έτερα ακούσματα. Μέχρι να το καταφέρω αυτό, προτιμώ να μην ακούω.