Τραγούδια που δεν προλαβαίνω να ακούσω, μελωδίες που δεν μουρμουραω πια, is this the life I dreamt of?
Κάπου κάπου αναδύονται σαν καταπιεσμένες, παλιές σκέψεις, συναισθήματα, όνειρα, που έχουν κατασταλεί υπό το βάρος μιας καθημερινότητας αμείλικτης.
Να μαγειρέψεις το πρωί, να απλώσεις ο,τι έχει πλυθεί, να είσαι δάσκαλος, να είσαι ψυχολόγος, να είσαι ευπαρουσιαστος, καθαρός, να είσαι σωστός στη δουλειά σου, να προβλέψεις κάθε πιθανό πρόβλημα που μπορεί να προκύψει για να μην καταστραφεί το σύμπαν, να έχεις αποθέματα ρούχων, φαγητών, φαρμάκων, και το "δεν αντέχω άλλο" έχει γίνει πιο συχνό κι από το καλημέρα.
Δεν τα πάω κι άσχημα, τα καταφέρνω, κάπου κάπου όμως γκρινιάζει ο παλιός μου εαυτός που έχει θαφτεί στο όνομα των υποχρεώσεων. Δεν υπάρχουν τα μποεμικα απογεύματα που ονειρευόμουν μικρή, ας αφήσω κατά μέρος τα βράδια που παραδίνονται από την κούραση... Ένα ηλιοβασίλεμα με μελωδίες, ένα ατένισμα στο άπειρο χωρίς να σκέφτομαι το αύριο, δύο κουβέντες που σε πάνε παραπέρα, που ανοίγουν την ψυχή σου, αυτά μου λείπουν. Και προσπαθώ να μην τα σκέφτομαι γιατί αν συνειδητοποιήσω τι αφήνω πίσω, θα κλαταρω. Αλλά είναι αυτή η ζωή που ονειρεύτηκα?
Ψάχνω καθημερινά την καλοσύνη, την ευγένεια, την γενναιοδωρία, την ανταποδοτικοτητα, το σεβασμό, κι όσο κι αν παλεύω να αγνοήσω τη βιασύνη, την κουτοπονηρια, το χάος στο οποίο βουλιάζουν οι γύρω μου, φοβάμαι μη γίνω κι εγώ σαν κι αυτούς, φοβάμαι μήπως ξεχάσω από που ξεκίνησα και που θέλω να φτάσω, πού θέλω να φτάσουν τα παιδιά μου, πρέπει να κρατάς γερά το τιμόνι για να κρατηθεί το καράβι όρθιο.
Και κάπου έρχεται και μου τριβελιζει το μυαλό ο λατρεμένος Ελύτης, όσο κι αν τον θάβω, πάντα βρίσκει κάποια οπή να μου θυμίσει, πως "ακόμη κι όσοι κατάφεραν από την κακοτυχία να επιστρέψουν, δε χαμογέλασαν ποτέ. Όπως δε χαμογελούν ποτέ τα έντομα".
To remember: δε θέλω να γίνω έντομο. Αν κάποιος σε βάζει σε μια κατάσταση, ακόμη κι αν δεν κατάλαβες πώς μπήκες, φταις εσύ που μενεις.
To remember (2): θελω ακομη να μοιάσω στους ανθρώπους που γνώρισα κι εξέπεμπαν λάμψη και αξιοπρέπεια. Που ήταν ήρεμη δύναμη, βράχοι ακλόνητοι, κι ας είχαν τις αδύναμες στιγμές τους, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η γιαγιά μου, κάποιοι καθηγητές μου, κάποιοι συνάδελφοι, κάποιοι φίλοι. Να σπέρνω το σπορακι της καλοσύνης για να ανθίσει και στους άλλους. Κι ακόμη κι αν κάπου ξεφεύγω και χάνω το δρόμο μου, ποτέ δεν είναι αργά για να επιστρέψω. Αρκεί να καταλαβαίνω πού βρίσκομαι.