Η πόλη μου.
Η πόλη που με ανάθρεψε από τα 18 και μετά, και είναι μεγάλος ο αριθμός των ετών που ανάπνευσα εδώ, τώρα που το σκέφτομαι.
Είναι τα μαγαζιά με τα αναπαλαιωμένα έπιπλα, εκείνο το ανοιχτό πράσινο με τις γραμμές που κάνουν το ξύλο να φαίνεται ξύλο, με τα παλιομοδίτικα ντουλαπάκια που έχουν μηχανισμό για να μετατρέπονται από γραφείο σε κομό και τούμπαλιν.
Είναι τα δρομάκια που γίνονται κιτς και ακούγονται μπιτάτες μουσικές, εκεί που παλιά μύριζες άρωμα πόλης.
Είναι τα αρώματα των κοριτσιών που περνάνε φουριόζικα δίπλα σου.
Είναι τα πολύχρωμα μαλλιά στο μετρό, που σου θυμίζουν πως κάποιοι, για προσωπικούς λόγους ο καθένας, τολμάνε.
Είναι οι κολώνες στα λεωφορεία και μετρό και η θύμηση πως από εδώ πέρασαν πολλοί, αλλά αυτά τα μικρόβια φαίνονται πλέον αθώα, μπροστά στα άλλα.
Θέλω να μπω στην αποστείρωση, εγώ και όλα μου τα υπάρχοντα, ή ίσως και να αποστειρώσω το μυαλό μου βουτώντας το στο αλκοόλ.
Αλλά το σώμα δεν αντέχει απόψε.
Είναι οι άνθρωποι που διαβάζουν περιοδικά μόδας, που προλαβαίνουν, και ποντάρουν στο φαίνεσθαι. Κι έτσι δίνουν ίσως χώρο και στο είναι να ομορφαίνει.
Είναι η εναλλαγή των πλανόδιων πάγκων, τα must know μιας πόλης στην οποία ζεις και δε ζεις. Σαν η λεωφόρος να ασχήμυνε, αυτά τα άχαρα πεζοδρόμια ωχριούν μπροστά στην ιδέα της μοναχικής παραλίας.
Μού λείπει η φύση. Το απέραντο του Θεού. Με στριμώχνει το τσιμέντο.
Το οχτάωρο μού φαίνεται λυπηρό. Λαχταρώ μια δουλειά που να την ορίζω αλλιώτικα.
Κάποια ωράρια μού φαίνονται απάνθρωπα. Σαν να με χτυπάνε αλύπητα και να μη μπορώ να σηκωθώ να φύγω.
Θέλω να κοιμηθώ χωρίς να ξυπνήσω μες στη νύχτα με ένα ασήμαντο άγχος. Ούτε καν η βροχή δε θέλω να με ξυπνήσει. Λαχταράω μια ήσυχη νύχτα.
Και μετά, ας έρθουν και οι άλλες, οι ανήσυχες.
Saturday, February 23, 2013
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment